ΑΡΙΑΔΝΗ

Μόλις χτύπησε το κουδούνι σχεδόν έτρεξα στο εργαστήριο, σαν παλαβή! Δεν είπα ούτε γεια στα κορίτσια! Όχι πως το άξιζε η Ελπίδα, αλλά έστω από ευγένεια… Ήθελα τόσο πολύ να τον δω που δε μ’ ένοιαζε τίποτε άλλο.
Μόλις έφτασα απ΄ έξω, η αίθουσα ήταν ήδη ανοιχτή. Μπαίνοντας μέσα βρήκα την καθηγήτρια να γράφει στον πίνακα και το Στέφανο να κάθεται στη θέση του. Πότε πρόλαβε να έρθει; Παράξενο… Απώθησα από το μυαλό μου το παράξενο του γεγονότος και άνοιξα την μπροστινή θήκη της τσάντας μου, για να αφήσω το κινητό μου. Μόνο που τώρα δεν ήταν άδεια, όπως την είχα αφήσει… Μέσα βρήκα ένα διπλωμένο χαρτί… Το άνοιξα και οι στίχοι που ήταν γραμμένοι με έκαναν να ανατριχιάσω…
“Δεν είναι κρίμα;
Να κατεβαίνεις απ’ τα ουράνια στρώματα λουσμένη στο φως
και να σ’ ερωτεύεται ένας δαίμονας…
Εσύ έχεις στην πλάτη σου φτερά από μετάξι
κι εγώ μες στα μάτια μου την ίδια την κόλαση…”
Τώρα τι στο καλό ήταν αυτό; Ποιος θα μπορούσε να γράψει κάτι τέτοιο; Και ξαφνικά έκανα κλικ… Μόνο ενός μπορούσαν να σκοτεινιάσουν τα μάτια του λες και ζούσαν μέσα τους δαίμονες… Όμως δε θα του το χαλούσα. Θα έπαιζα το παιχνίδι του κι όπου έβγαινε…
Κάθισα δίπλα του με προσποιητή νωθρότητα, κρατώντας το χαρτί στο δεξί μου χέρι. Δεν είπα τίποτα… Ήμουν περίεργη τι θα έλεγε εκείνος…
– Γεια σου Αριάδνη. Τι είναι αυτό που κρατάς;
Ενθουσιασμός, χαμογελάκι και θεατρική απορία. Το παλιόπαιδο έχει θράσος…
– Γεια σου Στέφανε. Τώρα τι να σου πω… Το βρήκα στην τσάντα μου αλλά δε θα μπω στον κόπο να το αναλύσω τώρα. Πάντως, απ’ ότι φαίνεται, σε κάποιον αρέσει ο Σαίξπηρ.
Αυτό του το είπα με μια δόση αδιαφορίας… Άρπα την Στέφανε Νικολάου! Αυτό το παιχνίδι δε θα το παίξεις μόνος σου. Για να σε δω τώρα…
– Σαίξπηρ, ε; Δεν μπορώ να σκεφτώ ποιος μπορεί να είναι…
– Ούτε ‘γω, αφού δεν ξέρω ούτε τα ονόματα των περισσότερων. Πάντως, όποιος κι αν είναι, μού κίνησε το ενδιαφέρον.
Απότομη ανάσα. Τόσο μικρή, σχεδόν ανύπαρκτη. Αλλά εγώ την είδα. Πες μου τι θέλεις τέλος πάντων!
– Ώστε σου κίνησε το ενδιαφέρον… Πολύ τυχερός ο τύπος…
– Το αν είναι τυχερός ή όχι θα εξαρτηθεί από το τι εννοεί.
– Από το τι εννοεί;
– Φυσικά. Τι πάει να πει αυτό που έγραψε τέλος πάντων; Δεν ξέρω αν έχω τόση υπομονή ώστε να κάτσω να λύσω τους γρίφους του. Υπάρχουν πιο σημαντικά θέματα να με απασχολούν…
– Όπως;
– Όπως η προετοιμασία για τις εξετάσεις της Royale.
– Θες να μπεις στη Royale; – τα μάτια του έλαμψαν ξαφνικά…
– Ναι… Την ξέρεις;
– Φυσικά. Η μάνα μου είναι vocal coach.
Σοκ! Ο τύπος είναι μουσικός…
– Και να φανταστώ ότι το μικρόβιο πέρασε και σε σένα;
– Παίζω κιθάρα και τραγουδάω. Μάλιστα με τους φίλους μου έχουμε μπάντα και ψάχνουμε πλήκτρα.
Δεν κατάλαβα πώς βγήκαν οι λέξεις από το στόμα μου…
– Δοκίμασε εμένα.
– Είσαι σίγουρη κουκλίτσα; Παίζουμε ροκ και μέταλ.
– Τι σημασία έχει; Αφού παίζω κλασική μουσική, μπορώ να παίξω τα πάντα.
– Δεν είναι το παίξιμο το θέμα. Το θέμα είναι να καταλαβαίνεις, να νιώθεις τι παίζεις.
– Και πιστεύεις ότι εγώ δεν μπορώ να νιώσω; Έλα ρε Στέφανε… Μπορώ να δοκιμάσω τουλάχιστο.
– Άσε με να το σκεφτώ, να το συζητήσω με τους άλλους και βλέπουμε.
Η κουβέντα μας κόπηκε απότομα αφού το μάθημα είχε ήδη ξεκινήσει. Η καθηγήτρια μάς υπέδειξε να αντιγράψουμε αυτά που ήταν στον πίνακα και σηκώθηκα για να πάρω τα πράγματά μου, αλλά ο Στέφανος δε με άφησε.
– Δεν είναι ανάγκη αφού αργότερα θα τα περάσεις στο κανονικό σου τετράδιο.
Μού έδωσε μια κόλλα χαρτί κι ένα μαύρο στυλό, του χαμογέλασα και άρχισα ν’ αντιγράφω. Το μυαλό μου όμως είχε μείνει κολλημένο στους στίχους του… Έμοιαζαν τόσο πολύ με τα σονέτα… Αλλά αυτή τη φορά δεν είχα απέναντί μου τον Άγγλο ποιητή. Απέναντί μου βρισκόταν ένα αγόρι που μόλις είχα γνωρίσει, που τον παρακαλούσα να μπω στην μπάντα του και που αποκαλούσε τον εαυτό του “δαίμονα”… Τι ακριβώς έπρεπε να σκεφτώ; Ήμουν τόσο μπερδεμένη… Και το μόνο που είχα ήταν ένα κομμάτι χαρτί…
Ούτε που κατάλαβα πότε χτύπησε το κουδούνι… Ευτυχώς μετά είχαμε χωριστά μαθήματα και θα μπορούσα να σκεφτώ ανενόχλητη. Πήρα την τσάντα μου κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Ένιωθα λες και μόλις είχα γίνει πιόνι σε μια μακάβρια σκακιέρα…

Στέφανος

Τρία λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι… Κατευθύνθηκα προς το εργαστήρι, με την ευχή να είναι ανοιχτά και να προλάβω… Ευτυχώς ήμουν τυχερός. Η Αρέστια μοίραζε τα βιβλία μας στους πάγκους κι εγώ έδειχνα όσο πιο άνετος μπορούσα…

  • Λίγο νωρίς δεν ήρθες στην τάξη;
  • Εμ… Βασικά νομίζω πως έχασα το κινητό μου. Έψαξα παντού στο διάδρομο, μήπως μου έπεσε, αλλά δεν το βρήκα. Έτσι, αφού έμειναν μόνο δύο λεπτά για το κουδούνι, ήρθα να ψάξω και στην τσάντα μου.
  • Έχει καλώς. Αν δεν το βρεις να το αναφέρεις στη διεύθυνση.
  • Οκ…

Πήγε στην έδρα και άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο της, ενώ εγώ πήγα ν’ ανοίξω την τσάντα της Αριάδνης. Ευτυχώς ήταν μαύρη σαν τη δική μου, με τη διαφορά ότι η δική της είχε μερικά φούξια κουμπιά ραμμένα ακανόνιστα στην μπροστινή θήκη.

Άνοιξα τη θήκη και έβαλα μέσα το διπλωμένο χαρτί… Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμισα πως θα μείνω εκεί, επί τόπου. Ο ήχος του κουδουνιού δε βοήθησε και πολύ… Αντιθέτως μ’ έκανε πιο νευρικό… Κάθισα στη θέση μου και περίμενα…

ΑΡΙΑΔΝΗ

Πήγαμε έξω από την αίθουσα 8 αλλά εγώ έμεινα παράμερα. Δεν ήξερα τους υπόλοιπους, οπότε προτίμησα να παίξω εκ του ασφαλούς… Σκεφτόμουν πού να καθίσω μέχρι που με πλησίασε ο Στέφανος. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμισα πως θα πεταχτεί από το στέρνο μου!

– Γεια σου… Είμαι ο Στέφανος.

– Αριάδνη… Χαίρω πολύ!

– Καινούρια;

– Ναι… Και στο σχολείο και στην Κύπρο.

Τώρα αυτό γιατί του το είπα;

– Καινούρια στην Κύπρο; Από πού ήρθες

– Από το Λονδίνο…

– Α! Έτσι εξηγείται το πουκάμισο μια τόσο συνηθισμένη μέρα.

– Τι; Τι εννοείς;

Δε μου απάντησε… Μόνο με πλησίασε και ξεκούμπωσε τα δύο πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου μου. Τι αγένεια!

– Έτσι είναι καλύτερα!

Είχε το θράσος να μιλάει κιόλας!

– Καλύτερα; Πρώτα εξήγησέ μου ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να ξεκουμπώσεις το πουκάμισό μου και μετά μου λες αν είναι καλύτερα!

Μέσα μου έβραζα από το θυμό! Αυτό μου έλειπε τώρα… Να μου κάνει κουμάντο ένας ανάγωγος! Έμεινε σκεφτικός για λίγο και μετά μου απάντησε με αναίδεια…

– Ηρέμησε κοριτσάκι! Δε φτάνει που φαίνεσαι σα βλαμμένη με το πουκάμισο, μού κάνεις και τη θιγμένη επειδή πήγα να σε κάνω άνθρωπο!

Μετά από αυτό με παράτησε και πήγε μέσα… Η αντίδρασή του με τρόμαξε τόσο πολύ που κόντεψε να σταματήσει η καρδιά μου! Όμως δεν είχα επιλογή…. Αν έμενα θυμωμένη, θα έχανα την ευκαιρία μου να τον γνωρίσω. Γι’ αυτό κατάπια τον πληγωμένο μου εγωισμό, μάζεψα την αυτοκυριαρχία μου και πήγα να κάτσω δίπλα του.

Δεν είπα λέξη… Μόνο βάλθηκα να παίζω πάνω στο θρανίο ένα κομμάτι του Bach. Τον έπιασα να με κοιτάζει με την άκρη του ματιού του αλλά δεν τού’δωσα σημασία. Συνέχισα ακάθεκτη για να τον τσαντίσω λίγο…

Τελικά το παίξιμό μου κόπηκε απότομα από τον καθηγητή μας. Έβγαλα από την τσάντα μου την ασημένια ατζέντα μου – δώρο του πατέρα μου πριν από το ταξίδι στην Κύπρο- και άρχισα να γράφω βιαστικά αυτά που μας έλεγε. Έπιασα το Στέφανο να με κοιτά ξανά, αυτή τη φορά πιο επίμονα, γι’ αυτό αποφάσισα να λύσω τη σιωπή μου.

  • Τι κοιτάς;
  • Το γραφικό σου χαρακτήρα… Συγγνώμη για πριν. Έπρεπε να σε ρωτήσω πρώτα.

Η απάντησή του ήταν τόσο συγκαταβατική μετά από το θυμό μου, που μου κόπηκε η ανάσα. Αλλά έμοιαζε να έχει διπλό νόημα, σαν τα τραγούδια που γράφονται σε διπλό κανάλι. Από τη μια ακουγόνταν τόσο ειλικρινής όμως, από την άλλη, ήταν λες και ζητούσε συγγνώμη για πρώτη φορά. Λες και παραξενεύτηκε από τις ίδιες του τις λέξεις. Βέβαια δεν είχα προκαλέσει εγώ το διαπληκτισμό μας! Κάποιος έπρεπε να του μάθει πως η συμπεριφορά του δεν ήταν και η πιο σωστή… Παρά ταύτα δεν ήθελα να του το μάθω εγώ από φόβο… Αν τσακωνόμασταν ξανά, μάλλον θα ήταν το τελευταίο μας.

  • Δεκτή η συγγνώμη. Συγγνώμη κι από μένα. Δεν είναι του χαρακτήρα μου ν’αντιδρώ έτσι. Όμως έπρεπε να είσαι πιο ευγενικός.
  • Άρα είμαστε πάτσι.

Μου χαμογέλασε σχηματίζοντας ένα σχεδόν παιδικό, στραβό χαμογελάκι. Στη θέα αυτού του υπέροχου χαμόγελου σχημάτισα κι εγώ ένα, ντροπαλό και συνεσταλμένο… Μ’ έκανε να νιώθω σαν κοριτσάκι δεκατεσσάρων χρονών…

Δεν είπαμε τίποτε άλλο ως τη στιγμή που ένας άλλος καθηγητής έφερε το ωρολόγιο πρόγραμμά μας. Τρωγόμουν τόσο πολύ να μάθω αν θα είχαμε κοινά μαθήματα, που βάλθηκα να σχολιάζω τα δικά μου.

  • Δεύτερη ώρα έχω χημεία. Εσύ;
  • Κι εγώ. Τι άλλα μαθήματα επέλεξες;
  • Μουσική, βιολογία και φυσική ενδιαφέροντος.
  • Οπότε δύο στα τρία.
  • Τι εννοείς;
  • Εννοώ ότι έχουμε κοινά δύο στα τρία μαθήματα κατεύθυνσης. Χημεία και μουσική. Πώς και διάλεξες τόσο δύσκολα μαθήματα;

Δε θα του έλεγα πως οι γονείς μου ήταν γιατροί και πως η ύλη των σχολείων δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτά που ήξερα. Οπότε απλά του είπα ότι τα διδασκόμουν και στο προηγούμενό μου σχολείο.

  • Για τις θετικές επιστήμες μιλάς; Μα για μένα δεν είναι δύσκολα! Στο προηγούμενό μου σχολείο, το μισό μου πρόγραμμα ήταν θετικής κατεύθυνσης.

Μου χαμογέλασε νωθρά και και μετά σα να σκεφτόταν κάτι… θα έριχνα όλες μου τις οικονομίες στη Fontana Di Trevi για να μάθω τις σκέψεις του!

Όσο σκεφτόταν, τα μάτια του είχαν ένα σχεδόν απόκοσμο ύφος. Λες και ακροβατούσε ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση. Ήθελα να τον ρωτήσω όμως φοβόμουν μήπως χαλάσω τη μακάρια ησυχία του. Γι’ αυτό άρχισα να σκέφτομαι ποια κομμάτια θα άρχιζα να προετοιμάζω για τη Royal Academy. Δεν ήμουν διατεθημένη να χαραμίσω το χρόνο μου δίνοντας παγκύπριες…

Το κουδούνι χτύπησε και σηκώθηκα αλλά με άρπαξε από το χέρι. Τον κοίταξα παραξενεμένη, όμως έσπευσε να μου εξηγήσει.

  • Φαντάζομαι πως δεν ξέρεις πού βρίσκεται η αίθουσα 27. Οπότε, αφού κι εγώ προς τα κει πάω, θα ήταν τιμή μου να σε συνοδεύσω.

Σιχαινόμουν που είχε δίκιο, αλλά μου άρεσε η φιλοφρόνηση.

  • Δίκιο έχεις… Άρα οκ.

Βγήκαμε από την τάξη, κατεβήκαμε τη σκάλα και μπήκαμε στο εργαστήρι της χημείας. Μου έγνεψε ν’ αφήσω την τσάντα μου δίπλα στα ντουλάπια και , μόλις το έκανα, συνέβη κάτι που ομολογουμένως δεν περίμενα.

  • Εγώ από πέρσι κάθομαι στη μέσα πλευρά του δεύτερου πάγκου. Θες να κάτσεις δίπλα μου;

Μου ζητούσε να κάτσω δίπλα του ενώ θα είμασταν διπλανοί και στην τάξη; Έμεινα σκεφτική για λίγο γιατί φοβόμουν μήπως μου έκανε πλάκα. Αλλά, τελικά, αποφάσισα να προκαλέσω την καλή μου τύχη ρωτώντας τον διακριτικά.

  • Εμ… Είσαι σίγουρος; Εννοώ κάθομαι και στην τάξη μαζί σου. Δε θα με βαρεθείς;
  • Να σε βαρεθώ; Φυσικά όχι! Θα έχει πλάκα να κάνουμε τα πειράματα μαζί.

Άραγε η ευτυχία προκαλείς έμφραγμα; Γιατί εγώ αυτό κόντευα να πάθω… Αυτός ο άνθρωπος προσπαθούσε να με σκοτώσει με κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά… Προς το παρόν, όμως, έπρεπε να κρατήσω το ύψος μου.

  • Αφού το θέτεις έτσι, οκ.

Κάθισα δίπλα του και περίμενα να πει κάτι, όμως τίποτα. Αυτό το αγόρι ήταν πολύ μυστήριο. Φαινόταν στο σοκολατί χρώμα των ματιών του…

Λίγο μετά μπήκε η καθηγήτρια της χημείας. Από τα λόγια της συγκράτησα μόνο ότι θα ήμουν ζευγάρι με το Στέφανο στα πειράματα. Δε μου άρεσε και πολύ αυτή η καθηγήτρια. Τα κακοβαμμένα ξανθά της μαλλιά και οι τόνοι από μπλε μολύβι γύρω από τα μάτια της, ήταν σχεδόν τρομακτικά. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πάρω σημειώσεις μόνο όταν είδα το Στέφανο να το κάνει, όμως δεν μπήκα στον κόπο. Θα του τις ζητούσα αργότερα.

Χτύπησε το κουδούνι και απογοητεύτηκα… Δεν ήθελα να τον μοιραστώ… Ζήλευα… Ναι, αυτή ήταν η σωστή λέξη. Ζήλεια. Ζήλευα που θα τον κοίταζαν τ’ άλλα κορίτσια, που δε θα μιλούσε μόνο σε μένα. Όμως έπρεπε να κάνω υπομονή… Πόσο θα κρατούσε το διάλειμμα τέλος πάντων; Δέκα λεπτά; Ένα τέταρτο;

Βγήκα από την αίθουσα με βαριά καρδιά και κατευθύνθηκα προς την καντίνα, όπως συμφωνήσαμε με την Ελένη. Περίμενα να έρθει κι εκείνος – στο κάτω κάτω δεν πεινούσε;- αλλά δεν το έκανε. Οπότε κατέβηκα τη σκάλα κι έψαξα την ξαδέρφη μου. Καθόταν σ΄ένα παγκάκι δίπλα στη σκάλα μαζί με ένα άλλο κορίτσι. Τις πλησίασα γεμάτη νευρικότητα επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά στο μυαλό μου το ίδιο μάντρα: Θέε μου, να μην καταλάβουν ότι είμαι ερωτευμένη…

  • Γεια σου Αριάδνη! Όλα καλά;
  • Όλα τέλεια!
  • Έλα κάτσε να σου γνωρίσω τη φίλη μου την Ελπίδα. Ελπίδα, η ξαδέρφη μου Αριάδνη.

Έκανα μαζί της χειραψία και μια παγωμένη αίσθηση πέρασε από το σώμα μου. Λες και ήθελε να μου βγάλει τα μάτια…

  • Χαίρω πολύ Αριάδνη…
  • Χαίρω πολύ! –κάποια έπρεπε να δείξει ενθουσιαμό…
  • Ώστε Αριάδνη. Σπάνιο όνομα… Αλήθεια, από ποιο σχολείο ήρθες;
  • Από ένα βρετανικό, ιδιωτικό κολέγιο…
  • Και γιατί ήρθες;

Ωραία… Αυτό το κορίτσι ήταν κάκο…

  • Μετακόμισα. Μην το ψάχνεις.

Μετά απ’ αυτό δεν ξανάπε τίποτα. Αντεπίθεση- η καλύτερη άμυνα.

Δεν πεινούσα, γι’ αυτό πέρασα το υπόλοιπο διάλειμμα συζητώντας με την ξαδέρφη μου. Είχε πολύ ενδιαφέρον η ζωή της και κάτι μου έλεγε ότι θα κολλούσαμε μεταξύ μας. Βέβαια το μυαλό μου ήταν κολλημένο σ’ εκείνον. Αδειμονούσα να ξαναχτυπήσει το κουδούνι, να κάτσω δίπλα του, να μυρίσω το άρωμά του…

Για το Στέφανο μπορούσα να κάτσω να γράψω ολόκληρη σονάτα. Ή ρέκβιεμ… Αν μπορούσα να δώσω άλλο όνομα στο Marcello του Bach, θα ήταν το δικό του.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ

(ΣΤΕΦΑΝΟΣ)

Άρχισε να υπαγορεύει το τι έπρεπε να έχουμε στο μάθημά του και η Αριάδνη έσπευσε να τα σημειώσει. Έβγαλε από την τσάντα της μια μαύρη κασετίνα και μια κομψή, ασημένια ατζέντα. Έγραφε με γρήγορες, κοφτές κινήσεις. Τα γράμματά της ήταν καλλιγραφικά με ουρές, βγαλμένα από άλλη εποχή… Κοιτούσα τόσο επίμονα την ατζέντα της, που την ανάγκασα να σπάσει τη σιωπή της.

  • Τι κοιτάς;
  • Το γραφικό σου χαρακτήρα… Συγγνώμη για πριν. Έπρεπε να σε ρωτήσω πρώτα.

Θαύμα! Κι άλλη παραξενιά μέσα σε μια μέρα! Εγώ που δεν έριξα ποτέ τον εγωισμό μου για κανένα, το έκανα τώρα για μια άγνωστη…

  • Δεκτή η συγγνώμη. Συγγνώμη κι από μένα… Δεν είναι του χαρακτήρα μου ν’ αντιδρώ έτσι. Όμως έπρεπε να είσαι πιο ευγενικός.
  • Άρα τώρα είμαστε πάτσι.

Της χαμογέλασα και μού αντιγύρισε το πιο γλυκό χαμόγελο που είδα ποτέ. Ήθελα τόσο πολύ ν’ αγγίξω εκείνα τα λακκάκια μα κρατήθηκα…

Η ώρα περνούσε χωρίς να πούμε τίποτε άλλο. Κάποια στιγμή ένας άλλος καθηγητής έφερε το πρόγραμμα μαθημάτων μας και αναρωτιόμουν αν θα είχαμε κάποιο κοινό μάθημα. Την απορία που δεν εξέφρασα με λόγια μού την έλυσε μόνη της.

  • Δεύτερη ώρα έχω Χημεία… Εσύ;
  • Κι εγώ. Τι άλλα μαθήματα επέλεξες;
  • Μουσική, βιολογία και φυσική ενδιαφέροντος.
  • Οπότε δύο στα τρία.
  • Τι εννοείς;
  • Εννοώ ότι έχουμε κοινά τα δύο από τα τρία επιπλέον μαθήματα κατεύθυνσης. Χημεία και μουσική. Πώς και διάλεξες τόσο δύσκολα μαθήματα;
  • Για τις θετικές επιστήμες μιλάς; Μα για μένα δεν είναι δύσκολα! Στο προηγούμενό μου σχολείο, το μισό μου πρόγραμμα ήταν θετικής κατεύθυνσης.

Της χαμογέλασα νωθρά και χάθηκα στις σκέψεις μου. Άρχισα να σκέφτομαι πως εκτός από τρομερά όμορφη ήταν και ενδιαφέρουσα. Δεν ήταν σαν τα περισσότερα κορίτσια που ήξερα… Αυτή ήταν τόσο διαφορετική: έμοιαζε εύθραυστη σαν πίνακας της Αναγέννησης αλλά συνάμα και τόσο δυναμική. Ένας άγγελος που ήρθε για να με τιμωρήσει…

Το κουδούνι χτύπησε και έκανε να φύγει αλλά άρπαξα το χέρι της. Μια ρυτίδα απορίας σχηματίστηκε στο μέτωπό της γι’ αυτό έσπευσα να της εξηγήσω.

  • Φαντάζομαι πως δεν ξέρεις πού βρίσκεται η αίθουσα 27… Οπότε, αφού κι εγώ προς τα κει πάω, θα ήταν τιμή μου να σε συνοδεύσω.
  • Δίκιο έχεις… Άρα οκ…

Βγήκαμε από την τάξη, κατεβήκαμε τη σκάλα και μπήκαμε στο εργαστήρι της Χημείας. Όσοι κάναμε και πέρσι το μάθημα, αφήσαμε τις τσάντες μας δίπλα στα ντουλάπια και της έγνεψα να κάνει το ίδιο.

  • Εγώ από πέρσι κάθομαι στη μέσα πλευρά του δεύτερου πάγκου. Θες να κάτσεις δίπλα μου;

Με κοιτούσε σκεφτική κι εγώ κρατούσα την αναπνοή μου… Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ η σιωπή της γιατί θα έσκαγα…

  • Εμ… Είσαι σίγουρος; Εννοώ… κάθομαι και στην τάξη μαζί σου. Δε θα με βαρεθείς;
  • Φυσικά όχι! Θα’ χει πλάκα να κάνουμε τα πειράματα μαζί!
  • Αφού το θέτεις έτσι, οκ.

Για ακόμα μια φορά επανέλαβα στο κεφάλι μου τη νέα αγαπημένη μου λέξη: ευτυχία…

Κάθισα και η Αριάδνη ήρθε δίπλα μου. Μετά από λίγο μπήκε μια καθηγήτρια που δεν είχα ξαναδεί.

  • Καλημέρα. Είμαι η Ελευθερίου Αρέστια και κατά πάσα πιθανότητα θα σας κάνω εγώ το μάθημα. Δουλεύω με ζευγάρια γι’ αυτό ο καθένας σας θα συνεργάζεται με το άτομο στ’ αριστερά του. Δε θα γίνει καμιά αλλαγή, εκτός αν κάποιο ζευγάρι αποφασίσει να μου ανατινάξει την αίθουσα. Για να γνωριστείτε, θέλω ο κάθε ένας να κάνει μια λίστα με πληροφορίες για ζευγάρι του η οποία θα παρουσιαστεί στην τάξη σε μια βδομάδα. Και τώρα πάρτε τετράδιο για να σημειώσετε τι θα φέρνετε μαζί σας.

Άρχισα να σημειώνω μηχανικά. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν το πότε θα την έβλεπα ανάμεσα στους δοκιμαστικούς σωλήνες.

Χτύπησε το κουδούνι για το διάλειμμα και βούλιαξα απότομα. Για ένα ολόκληρο τέταρτο δε θα βρισκόταν δίπλα μου, δε θα μύριζα το άρωμά της… Η λέξη «ζήλεια» ήταν πολύ μικρή κι αθώα για να περιγράψει αυτό που άρχισε να με κατατρώει… Και τότε ακόμα μια παλαβή ιδέα μού καρφώθηκε στο κεφάλι: να την πλησιάσω αφήνοντάς της στίχους στην τσάντα της. Φοβόμουν να την κάνω να με ερωτευτεί αλλά, από την άλλη, ήθελα τόσο απεγνωσμένα την προσοχή της, το χαμόγελό της. Ήθελα απελπισμένα να κάνω την καρδιά της να χτυπήσει πιο δυνατά.

Όσο περπατούσα προς τους υπόλοιπους, ήδη οι πρώτοι στίχοι είχαν σχηματιστεί στο μυαλό μου. Το μόνο που έμενε ήταν να τους δώσω σάρκα και αίμα… Κάθισα στο παγκάκι χωρίς να πω λέξη, έβγαλα το τετράδιό μου κι ένα στυλό και άρχισα να γράφω. Με κοιτούσαν παραξενεμένοι και ο Αχιλλέας, σε ρόλο Σέρλοκ Χολμς, είπε να διαλευκάνει την υπόθεση…

  • Τι κάνεις ρε;
  • Δεν είναι προφανές; Γράφω…
  • Το ξέρω. Αλλά εσύ έχεις να γράψεις από το Γυμνάσιο… Τι γράφεις;
  • Αυτό, είναι το μυστικό μου.

Σχημάτισα ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη μου κι έμεινε να με κοιτάζει απορημένος. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο προσδοκία αλλά δεν έβγαλα λέξη και τελικά με άφησε στην ησυχία μου.

Αφού τέλειωσα το γράψιμο έμενε να λύσω το πρακτικό πρόβλημα: πώς θα έβαζα το χαρτί στην τσάντα της Αριάδνης;

Στέφανος

Πήγαμε στην αίθουσα 8 και, μέχρι να φέρουν το κλειδί, περιμέναμε απ’ έξω. Η Αριάδνη στεκόταν πιο μακριά από τους υπόλοιπους. Την ξανακοίταξα για λόγο και , έτσι όπως ήταν σκεφτική, πήγα κοντά της.
“Γεια σου… Είμαι ο Στέφανος.”
“Αριάδνη, χαίρω πολύ…”
“Καινούρια;”
“Ναι. Καινούρια. Και στο σχολείο και στην Κύπρο.”
“Καινούρια στην Κύπρο; Από πού ήρθες;”
“Από το Λονδίνο.”
“Α! Έτσι εξηγείται το πουκάμισο μια τόσο συνηθισμένη μέρα.”
“Τι; Τι εννοείς;”
Δεν της απάντησα… Μόνο μάζεψα το θάρρος μου και ξεκούμπωσα τα δύο πρώτα κουμπιά από το πουκάμισό της. Έμεινε κάγκελο…
“Έτσι είναι καλύτερα!”
“Καλύτερα; Πρώτα εξήγησέ μου ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να ξεκουμπώσεις το πουκάμισό μου, και μετά μου λες αν είναι καλύτερα!”
Ωραία… Ομολογώ πως αυτή την αντίδραση δεν την περίμενα… Και φαινόταν τόσο ήσυχη!
Αποφάσισα λοιπόν να παίξω για λίγο με τον τρόπο της…
“Ηρέμησε κοριτσάκι! Δε φτάνει που φαίνεσαι σα βλαμμένη με το πουκάμισο, μού κάνεις και τη θιγμένη επειδή πήγα να σε κάνω άνθρωπο!”
Όλοι καρφώθηκαν πάνω μας και κανείς μας δεν πήρε είδηση πως η αίθουσα είχε ανοίξει. Πρώτος μπήκα εγώ -ψευτοθιγμένος- και την άφησα εκεί έξω, με τους άλλους να σχολιάζουν το σκηνικό…
Πήγα και κάθισα στο τελευταίο θρανίο δίπλα στο εξωτερικό παράθυρο, συνήθεια που απέκτησα τους τελευταίους μήνες της περσινής χρονιάς, και περίμενα να δω τι θα κάνει… Όταν την είδα να έρχεται προς το μέρος μου, ξαφνιάστηκα για δεύτερη φορά. Η φράση “το κορίτσι-μυστήριο” της πήγαινε γάντι…
Κάθισε δίπλα μου αλλά δεν είπε τίποτα. Μόνο άρχισε να χτυπά τα δάχτυλά της όπως κάνουν οι βιρτουόζοι στο πιάνο… Και τι δε θά’δινα για ν’ ακούσω τη μελωδία που έπαιζε στο μυαλό της…
Έμεινα να κοιτάζω εκείνα τα υπέροχα, μακριά δάχτυλα ώσπου ο καθηγητής έκοψε στη μέση τη στιγμή μαγεία που βίωνα…

Αριάδνη

Με ξύπνησε, ή καλύτερα με τρόμαξε, το άγγιγμα της Ελένης. Ήξερα μόνο το πρόσωπό της από κάποιες φωτογραφίες όμως, και να μην τις έβλεπα, θα την καταλάβαινα έτσι κι αλλιώς. Η διαχυτικότητα και η ζεστή αγκαλιά είναι χαρακτηριστικά στην οικογένεια της μητέρας μου. Τη συμπάθησα αμέσως, όμως το μυαλό μου έμεινε κολλημένο σε κείνο το αγόρι…
Χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να παρακαλώ τις απανταχού ανώτερες δυνάμεις να γίνει κάτι για να τον γνωρίσω. Βέβαια δε νομίζω να έβγαινε πουθενά, ακόμα κι αν γινόταν πραγματικότητα, αφού αποκλείεται να έδινε σημασία σε μένα. Ήμουν πεπεισμένη ότι τα δικά μου ενδιαφεροντα δε συμπίπτουν πουθενά με τα δικά του. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη μου να μάθω ποιος είναι ήταν τόσο δυνατή, που δε με άφηνε να ησυχάσω…
Το κουδούνι χτύπησε και κατευθυνθήκαμε προς τον χώρο που μας είχαν ανακοινώσει. Πέρασα από δίπλα του και η απόσταση ανάμεσά μας ήταν τόσο μικρή, που σχεδόν τον ακούμπησα. Όμως πού τέτοιο θάρρος να τον ακουμπήσω… Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα τόσο δειλή, ώστε με καμιά δύναμη δεν μπορούσα ν’ αλλάξω τώρα.
Η ευχή όμως πραγματοποιήθηκε… Όπως πάντα, το σύμπαν με άκουσε για ακόμα μια φορά και μου έδωσε αυτό που ήθελα: από σήμερα ήμουν συμμαθήτρια του Στέφανου Νικολάου. Τώρα έμενε να λύσω ακόμη ένα τεχνικο πρόβλημα:να βρω τρόπο να καθίσω δίπλα του…

Στέφανος

Μόνο ο ήχος του κουδουνιού κατάφερε να με ξεσηκώσει από την ονειροβασία μου. Προχώρησα νωθρά τον χώρο συγκέντρωσης των τελειοφοίτων και ,προς μεγάλη μου έκπληξη, την είδα να έρχεται μαζί με την Ελένη, μια περσινή μου συμμαθήτρια. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι χτύποι της καρδιάς μου δυνάμωσαν, λες και πήγαινα στο σφαγείο…

Πέρασε από δίπλα μου και άφησε πίσω της μια σχεδόν απόκοσμη μυρωδιά κρίνου Μπορούσα να ξεχωρίσω αυτή τη μυρωδιά από χιλιόμετρα, αφού τα lillium αρέσουν στη μητέρα μου. Η εντύπωση που μου έκανε ήταν τόσο δυνατή ώστε, μετά από πολύ καιρό, μια φωνή απ’το μπουντρούμι της ψυχής μου σχεδόν με διέταζε να την αρπάξω, να τη σφίξω δυνατά και να της φωνάξω, εκεί μες στη μέση του κόσμου!, ότι ήταν δικιά μου! Ότι μόνο αυτή μπορούσε να με σώσει απ’τον ιστό της αββύσσου, απ’τον ίδιο τον εαυτό μου…

Όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της… Βαθιά μέσα μου παρακαλούσα να γίνει ένα θαύμα και να την έχω στην τάξη μου, να πάω να κάτσω δίπλα της και να έχω το άρωμα της σάρκας της κατάδικό μου. Και για πρώτη φορά, το σύμπαν με άκουσε… Η Αριάδνη Στήβενσον, μπήκε στην τάξη μου.

Η Ελένη είχε μπει σε άλλη τάξη κι έτσι η Αριάδνη τώρα προχωρούσε μόνη της προς την αίθουσα που μας είχαν πει. Κι αυτή ήταν η ευκαιρία μου για να την πλησιάσω… Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα με πλημμύρισε ξαφνικά. Ένα συναίσθημα τόσο ξένο σε μένα, που σχεδόν δεν το αναγνώρισα. Ευτυχία. Όχι, αυτή τη φορά δε γινόταν να κάνω λάθος. Ήταν ευτυχία…

Αριάδνη

Ήταν τέλη Αυγούστου όταν οι γονείς μου αποφάσισαν να μείνουμε μόνιμα στην Κύπρο. Μια βδομάδα πριν, είχε φύγει η γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου και μας είχε αφήσει το σπίτι της. Είχαν προτείνει και στον πατέρα μου να διδάξει στην Ιατρική Σχολή και here we go… Ο κύβος ερρίφθη.

Στην αρχή αυτή τους η απόφαση μου φάνηκε σαν το τέλος του κόσμου! Ολόκληρη η ζωή μου ήταν στο Λονδίνο… Η κολλητή μου, το σχολείο μου… Θεωρούσα ότι ήταν τρομερά άδικο ν’ αλλάξουν τα πάντα ένα χρόνο πριν την αποφοίτησή μου! Αλλά μέσα σε μια μέρα αυτή μου η πεποίθηση άλλαξε ξαφνικά…

Ήταν γύρω στις τέσσερις το απόγεμα. Εγώ, ως συνήθως, καθόμουν στο πιάνο και μελετούσα Bach όταν, χωρίς να το καταλάβω, έχασα κάθε επαφή με το περιβάλλον. Πάγωσα όπως παγώνουν οι δείκτες στα παλιά ρολόγια… Και τότε, σαν σε όνειρο, είδα μπροστά μου ένα αγόρι να μου φωνάζει “Έλα!”. Αυτό ήταν… Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και άρχισα να πακετάρω…

Οι μέρες περνούσαν, εγκατασταθήκαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου και, αφού ήρθε το χαρτί της μεταγγραφής μου, γράφτηκα στο σχολείο της ξαδέρφης μου.

Την πρώτη μου μέρα εκεί μέσα δε θα την ξεχάσω ποτέ… Σηκώθηκα το πρωί, φόρεσα φούστα και πουκάμισο, έβαλα τα αγαπημένα μου μαύρα μποτάκια και μάζεψα τα μαλλιά μου.

Πήγα στο σχολείο και μπήκα στο προαύλιο για να συναντήσω την ξαδέρφη μου. Μέχρι να έρθει όμως, στεκόμουν εκεί στη μέση σαν χαμένη. Μέχρι που τον είδα…

Καθόταν ανάμεσα σε τέσσερα άλλα αγόρια. Φορούσε μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι, τζιν παντελόνι και μαύρα Converse. Τα μαλλιά του, απ’ ότι κατάλαβα, ήταν μέχρι τους ώμους του και τα είχε πιασμένα χαμηλά. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά μου και, έτσι όπως με κοίταζε, μια τρομακτική σκεψη με κυρίευσε… Ότι αυτός ο άγγελος, δεν είχε φτερά.

Στέφανος

Στην Κύπρο ο καιρός δε λέει ν’ αλλάξει πριν τα τέλη Οκτωβρίου. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, την πρώτη μέρα της τελευταίας μου χρονιάς στο Λύκειο, η ζέστη ήταν αφόρητη. Όπως πάντα, εγώ ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου… Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να βρούμε πλήκτρα για την μπάντα μας, τους στίχους που έπρεπε να τελειώσω και διάφορα άλλα τέτοια. Όμως κυρίως σκεφτόμουν πότε θα τελειώσει αυτή η καταρραμένη μέρα για να κλειδωθώ στο δωμάτιό μου και να κρατήσω τον υπόλοιπο κόσμο έξω. Σιχαινόμουν τόσο πολύ που έπρεπε να δείχνω στους άλλους ότι είμαι καλά, που έπρεπε να φοράω μάσκα…

Είχα τόση ανάγκη να έρθει στη ζωή μου ένας άνθρωπος όπου μαζί του να μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Να μπορώ να γελάσω δυνατά χωρίς λόγο, να φωνάξω, να κλάψω. Αλλά να κάνω και κάτι πιο σημαντικό… Να του εξομολογηθώ την αμαρτία μου και να μη με κρίνει. Απλώς να με αγκαλιάσει και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά…

Ούτε γω ο ίδιος δεν κατάλαβα πώς αμάρτησα, πώς έπεσα μέσα στην κόλαση. Μερικές φορές αναρωτιέμαι γιατί το έκανα όμως δε βρίσκω απάντηση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν είμαι πια ο ίδιος… Ότι τώρα πια δεν αξίζω τίποτα…

Συνέχισα να χάνομαι στο λαβύρινθο του μυαλού μου και να μη νοιάζομαι για το τι συνέβαινε γύρω μου. Μέχρι που την είδα…

Στεκόταν απέναντί μου σε απόσταση μερικών μέτρων κι έτσι όπως την αγκάλιαζε το φως του ήλιου, έμοιαζε με οφθαλμαπάτη. Φορούσε κοντομάνικο πουκάμισο, φούστα μέχρι το γόνατο και μαύρα, χαμηλά, αθλητικά μποτάκια. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά και κοιτούσε τριγύρω σαν χαμένο κοριτσάκι. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα, δεν ήξερα ούτε τ’ όνομά της… Όμως ασυναίσθητα μια παλαβή σκέψη πέρασε καρφώθηκε στο μυαλό μου… Ότι αυτό το κορίτσι, ήταν για μένα.

Αριάδνη

Το παν είναι ν’ αρχίσεις να γράφεις πάνω στο χαρτί… Όμως τόσα χρόνια τρόμαζα να το κάνω. Φοβόμουν πως, αν έβαζα τις λέξεις πάνω στο χαρτί, θα ξυπνούσα τους δαίμονες που με τόση δυσκολία πέταξα στο λήθαργο. Προσπάθησα τόσο πολύ να θάψω το παρελθόν μου μα δεν τα κατάφερα.

Γι’ αυτό αποφάσισα να σου γράψω την ιστορία μου… Για να ξορκίσω το φάντασμα που ξέμεινε μες στην καρδιά μου.

Το όνομά μου είναι Αριάδνη. Αριάδνη Στήβενσον. Γεννήθηκα στο Λονδίνο και είχα πάντα αυτό που ήθελα. Μόνο που κάτι μου έλειπε, όπως λείπει ένα κομματάκι για να συμπληρωθεί το παζλ. Στα δεκαεφτά μου η απουσία αυτού του “κάτι” έγινε σκληρή ανάγκη που άρχισε να πονάει τη ψυχή μου. Ως εκείνο το φθινόπωρο…